κακογάμιος

κακογάμιος
κακογάμιος, ὁ (Α)
(μόνο στη γεν.) φρ. «κακογαμίου δίκη» αγωγή εναντίον κάποιου που συνήψε παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + γάμος «αυτός που αναφέρεται στον γάμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”